- νυχτώνομαι
- νυχτώθηκα, νυχτωμένος1. με πιάνει, με προλαβαίνει η νύχτα: Νυχτωθήκαμε στο δρόμο.2. ως απρόσ., βλ. νυχτώνει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νυχτώνομαι — νυχτώνομαι, νυχτώθηκα, νυχτωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
νυκτοβραδιάζομαι — (Μ) με βρίσκει η νύχτα, νυχτώνομαι … Dictionary of Greek
νυχτώνει — νυχτώνει, νύχτωσε (ως απρόσ.) Σημειώσεις: νυχτώνει : σπάνια απαντάται και ως προσωπικό (νυχτώνω) με την έννοια του νυχτώνομαι (→ με βρίσκει η νύχτα) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής